γλείφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλείφομαι: παθητική φωνή του ρήματος γλείφω

Ρήμα

γλείφομαι, π.αόρ.: γλείφτηκα, μτχ.π.π.: γλειμμένος, (ενεργ.: γλείφω)

  1. γλείφω μέρος του σώματός μου με τη γλώσσα μου
    κοίτα τη γάτα πώς γλείφεται για να είναι καθαρή!
  2. γλείφω τα χείλη μου με τη γλώσσα μου μπροστά σε ένα ωραίο έδεσμα
    κοιτάζει το ψητό και γλείφεται

Σύνθετα

  • ξερογλείφομαι

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.