γιορτασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιορτασμένος η γιορτασμένη το γιορτασμένο
      γενική του γιορτασμένου της γιορτασμένης του γιορτασμένου
    αιτιατική τον γιορτασμένο τη γιορτασμένη το γιορτασμένο
     κλητική γιορτασμένε γιορτασμένη γιορτασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιορτασμένοι οι γιορτασμένες τα γιορτασμένα
      γενική των γιορτασμένων των γιορτασμένων των γιορτασμένων
    αιτιατική τους γιορτασμένους τις γιορτασμένες τα γιορτασμένα
     κλητική γιορτασμένοι γιορτασμένες γιορτασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γιορτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιορτάζω

Μετοχή

γιορτασμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη γιορτάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.