γιγαβάτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γιγαβάτ < γιγα- + βατ, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gigawatt
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.ɣaˈvat/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γι‐γα‐βάτ
Ουσιαστικό
γιγαβάτ ουδέτερο άκλιτο
- μονάδα μέτρησης της ισχύος η οποία ισούται με ένα δισεκατομμύριο βατ
- ※ Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αιολικής Ενέργειας (GWEC) δημοσίευσε τη 14η ετήσια έκθεση της κατάστασης του παγκόσμιου αιολικού τομέα, η οποία επιβεβαίωσε ότι το 2018 έγινε προσθήκη ισχύος 51,3 γιγαβάτ από νέες εγκαταστάσεις. (Τα επόμενα πέντε χρόνια θα κατασκευαστούν αιολικά έργα συνολικής ισχύος 300 γιγαβάτ, Η Ναυτεμπορική, 14 Απριλίου 2019)
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.