γεωργοκτηνοτροφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωργοκτηνοτροφικός η γεωργοκτηνοτροφική το γεωργοκτηνοτροφικό
      γενική του γεωργοκτηνοτροφικού της γεωργοκτηνοτροφικής του γεωργοκτηνοτροφικού
    αιτιατική τον γεωργοκτηνοτροφικό τη γεωργοκτηνοτροφική το γεωργοκτηνοτροφικό
     κλητική γεωργοκτηνοτροφικέ γεωργοκτηνοτροφική γεωργοκτηνοτροφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωργοκτηνοτροφικοί οι γεωργοκτηνοτροφικές τα γεωργοκτηνοτροφικά
      γενική των γεωργοκτηνοτροφικών των γεωργοκτηνοτροφικών των γεωργοκτηνοτροφικών
    αιτιατική τους γεωργοκτηνοτροφικούς τις γεωργοκτηνοτροφικές τα γεωργοκτηνοτροφικά
     κλητική γεωργοκτηνοτροφικοί γεωργοκτηνοτροφικές γεωργοκτηνοτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωργοκτηνοτροφικός < γεωργοκτηνοτροφία

Επίθετο

γεωργοκτηνοτροφικός[1]

Μεταφράσεις

  1. γεωργοκτηνοτροφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.