γεωμορφολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωμορφολογικός η γεωμορφολογική το γεωμορφολογικό
      γενική του γεωμορφολογικού της γεωμορφολογικής του γεωμορφολογικού
    αιτιατική τον γεωμορφολογικό τη γεωμορφολογική το γεωμορφολογικό
     κλητική γεωμορφολογικέ γεωμορφολογική γεωμορφολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωμορφολογικοί οι γεωμορφολογικές τα γεωμορφολογικά
      γενική των γεωμορφολογικών των γεωμορφολογικών των γεωμορφολογικών
    αιτιατική τους γεωμορφολογικούς τις γεωμορφολογικές τα γεωμορφολογικά
     κλητική γεωμορφολογικοί γεωμορφολογικές γεωμορφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωμορφολογικός < γεωμορφολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

γεωμορφολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.