γεροντοφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεροντοφιλία οι γεροντοφιλίες
      γενική της γεροντοφιλίας των γεροντοφιλιών
    αιτιατική τη γεροντοφιλία τις γεροντοφιλίες
     κλητική γεροντοφιλία γεροντοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεροντοφιλία < γέρων + φιλία

Ουσιαστικό

γεροντοφιλία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.