γερμαναράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γερμαναράς | οι | γερμαναράδες |
| γενική | του | γερμαναρά | των | γερμαναράδων |
| αιτιατική | τον | γερμαναρά | τους | γερμαναράδες |
| κλητική | γερμαναρά | γερμαναράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερμαναράς < Γερμαν(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς με μειωτική σημασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.