γελάσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
γελάσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
γελώ
θα
γελάσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
γελώ
να
γελάσει
:
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
γελώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.