γελάσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γελάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γελώ
  2. θα γελάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γελώ
  3. να γελάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γελώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.