γατοπαρδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γατοπαρδάκι | τα | γατοπαρδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | γατοπαρδάκι | τα | γατοπαρδάκια |
| κλητική | γατοπαρδάκι | γατοπαρδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γατοπαρδάκι < γατόπαρδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.to.paɾˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐το‐παρ‐δά‐κι
Ουσιαστικό
γατοπαρδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γατόπαρδος
- ※ Ο αρσενικός γατόπαρδος και ένα θηλυκό γατοπαρδάκι που φροντίζει το Ινστιτούτο Βιολογίας Σµιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον ήρθαν στη ζωή την ίδια περίοδο αλλά από διαφορετικές µητέρες. (* (εφημερίδα Τα Νέα 2011.02.10])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γατόπαρδος
Μεταφράσεις
γατοπαρδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.