γαργαλής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαργαλής < γάργαλος

Επίθετο

γαργαλής, ής, ές

  1. που γαργαλιέται εύκολα
  2. υπερευαίσθητος, που δυσανασχετεί (για άλογο που του βάζεις δύσκολα χαλινάρι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.