γαργαλής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γαργαλής < γάργαλος
Επίθετο
γαργαλής, ής, ές
- που γαργαλιέται εύκολα
- υπερευαίσθητος, που δυσανασχετεί (για άλογο που του βάζεις δύσκολα χαλινάρι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.