γαργαίρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαργαίρω < γάργαρα (πλήθος)

Ρήμα

γαργαίρω (μέλ. : γαργαρῶ)

Συγγενικά

Σημειώσεις

τα μεταγενέστερα γαργαρίζω και γάργαρος είναι ηχοποίητα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.