γαργάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαργάρισμα τα γαργαρίσματα
      γενική του γαργαρίσματος των γαργαρισμάτων
    αιτιατική το γαργάρισμα τα γαργαρίσματα
     κλητική γαργάρισμα γαργαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαργάρισμα < γαργαρίζω + -μα < (ελληνιστική κοινή) γαργαρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

γαργάρισμα ουδέτερο

  1. κελάρυσμα
  2. γαργάρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.