γαλεάγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλεάγρα | οι | γαλεάγρες |
| γενική | της | γαλεάγρας | των | γαλεαγρών |
| αιτιατική | τη | γαλεάγρα | τις | γαλεάγρες |
| κλητική | γαλεάγρα | γαλεάγρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλεάγρα < αρχαία ελληνική γᾰλεάγρα < αρχαία ελληνική γαλέη + ἄγρα
Ουσιαστικό
γαλεάγρα θηλυκό
Μεταφράσεις
γαλεάγρα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γαλεάγρᾱ | αἱ | γαλεάγραι |
| γενική | τῆς | γαλεάγρᾱς | τῶν | γαλεαγρῶν |
| δοτική | τῇ | γαλεάγρᾳ | ταῖς | γαλεάγραις |
| αιτιατική | τὴν | γαλεάγρᾱν | τὰς | γαλεάγρᾱς |
| κλητική ὦ! | γαλεάγρᾱ | γαλεάγραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαλεάγρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαλεάγραιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαλεάγρα θηλυκό
Πηγές
- γαλεάγρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.