γαζωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαζωτός η γαζωτή το γαζωτό
      γενική του γαζωτού της γαζωτής του γαζωτού
    αιτιατική τον γαζωτό τη γαζωτή το γαζωτό
     κλητική γαζωτέ γαζωτή γαζωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαζωτοί οι γαζωτές τα γαζωτά
      γενική των γαζωτών των γαζωτών των γαζωτών
    αιτιατική τους γαζωτούς τις γαζωτές τα γαζωτά
     κλητική γαζωτοί γαζωτές γαζωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαζωτός < γαζώνω

Επίθετο

γαζωτός, -ή, -ό

  • που έχει ραφτεί ή διακοσμηθεί με γαζί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.