γίδινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γίδινος η γίδινη το γίδινο
      γενική του γίδινου της γίδινης του γίδινου
    αιτιατική τον γίδινο τη γίδινη το γίδινο
     κλητική γίδινε γίδινη γίδινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γίδινοι οι γίδινες τα γίδινα
      γενική των γίδινων των γίδινων των γίδινων
    αιτιατική τους γίδινους τις γίδινες τα γίδινα
     κλητική γίδινοι γίδινες γίδινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γίδινος < μεσαιωνική ελληνική γίδινος / γιδινός < γίδα < γίδι(ν) < αρχαία ελληνική αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ

Επίθετο

γίδινος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.