γήτεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γήτεμα τα γητέματα
      γενική του γητέματος των γητεμάτων
    αιτιατική το γήτεμα τα γητέματα
     κλητική γήτεμα γητέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γήτεμα < μεσαιωνική ελληνική γήτεμα < αρχαία ελληνική γοήτευμα

Ουσιαστικό

γήτεμα ουδέτερο

  1. το ξόρκι, το μαγικό
  2. η γοητεία που μαγεύει, το θέλγητρο, το ξελόγιασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.