βότκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βότκα | οι | βότκες |
| γενική | της | βότκας | — | |
| αιτιατική | τη | βότκα | τις | βότκες |
| κλητική | βότκα | βότκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βότκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική водка < υποκοριστικό του вода (νερό)
-
βότκα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βότκα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.