βυτιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βυτιοφόρος | η | βυτιοφόρα | το | βυτιοφόρο |
| γενική | του | βυτιοφόρου | της | βυτιοφόρας | του | βυτιοφόρου |
| αιτιατική | τον | βυτιοφόρο | τη | βυτιοφόρα | το | βυτιοφόρο |
| κλητική | βυτιοφόρε | βυτιοφόρα | βυτιοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βυτιοφόροι | οι | βυτιοφόρες | τα | βυτιοφόρα |
| γενική | των | βυτιοφόρων | των | βυτιοφόρων | των | βυτιοφόρων |
| αιτιατική | τους | βυτιοφόρους | τις | βυτιοφόρες | τα | βυτιοφόρα |
| κλητική | βυτιοφόροι | βυτιοφόρες | βυτιοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.ti.oˈfo.ɾos/
Μεταφράσεις
βυτιοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.