βυτίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυτίο τα βυτία
      γενική του βυτίου των βυτίων
    αιτιατική το βυτίο τα βυτία
     κλητική βυτίο βυτία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυτίο < πιθανόν (ελληνιστική κοινή) *βυτίον [1] < βυτίνη / πυτίνη κατά τον Ησύχιο απ' όπου ίσως και η λατινική buttis[2]
Κατ' άλλη άποψη,[3] λόγια επίδραση στο βουτσί  και δείτε βοῦτις (ελληνιστική κοινή).

Προφορά

ΔΦΑ : /viˈti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυτίο

Ουσιαστικό

βυτίο ουδέτερο

  1. μεγάλο δοχείο, συνήθως κυλινδρικό για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών, καυσίμων
  2. (συνεκδοχικά) βυτιοφόρο όχημα
  3. (συνεκδοχικά) ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα βυτιοφόρο

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. βυτίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.