βρακοφόροι

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βρακοφόροι αρσενικό

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βρακοφόροι ουδέτερο

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.