βρακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρακάς | οι | βρακάδες |
| γενική | του | βρακά | των | βρακάδων |
| αιτιατική | τον | βρακά | τους | βρακάδες |
| κλητική | βρακά | βρακάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρακάς < από τη μεσαιωνική λέξη βρακᾶς < βράκα
Ουσιαστικό
βρακάς ουδέτερο
- λέξη μεσαιωνική και μεταγενέστερη, που μέχρι το 1930 περίπου ήταν σε χρήση (αρκετά περιορισμένη πλέον) και χρησιμοποιείτο σε αντιδιαστολή προς τον φουστανελά ή φουστανελοφόρο - συνήθως σήμαινε τους Φράγκους και γενικά τους δυτικούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.