βουβωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουβωνικός | η | βουβωνική | το | βουβωνικό |
| γενική | του | βουβωνικού | της | βουβωνικής | του | βουβωνικού |
| αιτιατική | τον | βουβωνικό | τη | βουβωνική | το | βουβωνικό |
| κλητική | βουβωνικέ | βουβωνική | βουβωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουβωνικοί | οι | βουβωνικές | τα | βουβωνικά |
| γενική | των | βουβωνικών | των | βουβωνικών | των | βουβωνικών |
| αιτιατική | τους | βουβωνικούς | τις | βουβωνικές | τα | βουβωνικά |
| κλητική | βουβωνικοί | βουβωνικές | βουβωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουβωνικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουβωνικός[1] / βουβωνιακός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.vo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐βω‐νι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουβώνας
Πολυλεκτικοί όροι
- βουβωνική πανώλη / πανώλης: (ιατρική) πανώλη, με συμπτώματα τη διόγκωση των λεμφαδένων στη βουβωνική χώρα
Μεταφράσεις
βουβωνικός
Αναφορές
- βουβωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βουβωνικός | ἡ | βουβωνική | τὸ | βουβωνικόν |
| γενική | τοῦ | βουβωνικοῦ | τῆς | βουβωνικῆς | τοῦ | βουβωνικοῦ |
| δοτική | τῷ | βουβωνικῷ | τῇ | βουβωνικῇ | τῷ | βουβωνικῷ |
| αιτιατική | τὸν | βουβωνικόν | τὴν | βουβωνικήν | τὸ | βουβωνικόν |
| κλητική ὦ! | βουβωνικέ | βουβωνική | βουβωνικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βουβωνικοί | αἱ | βουβωνικαί | τὰ | βουβωνικᾰ́ |
| γενική | τῶν | βουβωνικῶν | τῶν | βουβωνικῶν | τῶν | βουβωνικῶν |
| δοτική | τοῖς | βουβωνικοῖς | ταῖς | βουβωνικαῖς | τοῖς | βουβωνικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βουβωνικούς | τὰς | βουβωνικᾱ́ς | τὰ | βουβωνικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βουβωνικοί | βουβωνικαί | βουβωνικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουβωνικώ | τὼ | βουβωνικᾱ́ | τὼ | βουβωνικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βουβωνικοῖν | τοῖν | βουβωνικαῖν | τοῖν | βουβωνικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουβωνικός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουβών
Πηγές
- βουβωνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.