βοτσαλωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοτσαλωτός η βοτσαλωτή το βοτσαλωτό
      γενική του βοτσαλωτού της βοτσαλωτής του βοτσαλωτού
    αιτιατική τον βοτσαλωτό τη βοτσαλωτή το βοτσαλωτό
     κλητική βοτσαλωτέ βοτσαλωτή βοτσαλωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοτσαλωτοί οι βοτσαλωτές τα βοτσαλωτά
      γενική των βοτσαλωτών των βοτσαλωτών των βοτσαλωτών
    αιτιατική τους βοτσαλωτούς τις βοτσαλωτές τα βοτσαλωτά
     κλητική βοτσαλωτοί βοτσαλωτές βοτσαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

βοτσαλωτός (el)

  • γεμάτος / αποτελούμενος - συνιστάμενος από βότσαλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.