βορειοαμερικάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοαμερικάνικος η βορειοαμερικάνικη το βορειοαμερικάνικο
      γενική του βορειοαμερικάνικου της βορειοαμερικάνικης του βορειοαμερικάνικου
    αιτιατική τον βορειοαμερικάνικο τη βορειοαμερικάνικη το βορειοαμερικάνικο
     κλητική βορειοαμερικάνικε βορειοαμερικάνικη βορειοαμερικάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοαμερικάνικοι οι βορειοαμερικάνικες τα βορειοαμερικάνικα
      γενική των βορειοαμερικάνικων των βορειοαμερικάνικων των βορειοαμερικάνικων
    αιτιατική τους βορειοαμερικάνικους τις βορειοαμερικάνικες τα βορειοαμερικάνικα
     κλητική βορειοαμερικάνικοι βορειοαμερικάνικες βορειοαμερικάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βορειοαμερικάνικος < βόρειος + αμερικάνικος

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.ɾi.o.a.me.ɾiˈka.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βορειοαμερικάνικος

Επίθετο

βορειοαμερικάνικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.