βορειοαμερικάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βορειοαμερικάνικος | η | βορειοαμερικάνικη | το | βορειοαμερικάνικο |
| γενική | του | βορειοαμερικάνικου | της | βορειοαμερικάνικης | του | βορειοαμερικάνικου |
| αιτιατική | τον | βορειοαμερικάνικο | τη | βορειοαμερικάνικη | το | βορειοαμερικάνικο |
| κλητική | βορειοαμερικάνικε | βορειοαμερικάνικη | βορειοαμερικάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βορειοαμερικάνικοι | οι | βορειοαμερικάνικες | τα | βορειοαμερικάνικα |
| γενική | των | βορειοαμερικάνικων | των | βορειοαμερικάνικων | των | βορειοαμερικάνικων |
| αιτιατική | τους | βορειοαμερικάνικους | τις | βορειοαμερικάνικες | τα | βορειοαμερικάνικα |
| κλητική | βορειοαμερικάνικοι | βορειοαμερικάνικες | βορειοαμερικάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βορειοαμερικάνικος < βόρειος + αμερικάνικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.ɾi.o.a.me.ɾiˈka.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐ρει‐ο‐α‐με‐ρι‐κά‐νι‐κος
Μεταφράσεις
βορειοαμερικάνικος
|
→ δείτε τη λέξη βορειοαμερικανικός |
Πηγές
- βορειοαμερικάνικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.