βομβύκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βομβύκιο τα βομβύκια
      γενική του βομβύκιου
& βομβυκίου
των βομβύκιων
& βομβυκίων
    αιτιατική το βομβύκιο τα βομβύκια
     κλητική βομβύκιο βομβύκια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βομβύκιο < από το αρχαίο βομβύκιον, υποκοριστικό του βόμβυξ

Ουσιαστικό

βομβύκιο ουδέτερο

Ο μεταξοσκώληκας πλέκει το βομβύκιό του.

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.