βολιδοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βολιδοσκόπηση | οι | βολιδοσκοπήσεις |
| γενική | της | βολιδοσκόπησης* | των | βολιδοσκοπήσεων |
| αιτιατική | τη | βολιδοσκόπηση | τις | βολιδοσκοπήσεις |
| κλητική | βολιδοσκόπηση | βολιδοσκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βολιδοσκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.li.ðoˈsko.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λι‐δο‐σκό‐πη‐ση
Μεταφράσεις
βολιδοσκόπηση
|
|
Αναφορές
- βολιδοσκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.