βολιδοσκόπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βολιδοσκόπηση οι βολιδοσκοπήσεις
      γενική της βολιδοσκόπησης* των βολιδοσκοπήσεων
    αιτιατική τη βολιδοσκόπηση τις βολιδοσκοπήσεις
     κλητική βολιδοσκόπηση βολιδοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βολιδοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βολιδοσκόπηση < βολιδοσκοπώ, βολιδοσκοπη- + -σις > -ση [1] Μορφολογικά αναλύεται σε βολίδ(α) + -ο- + -σκόπηση

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.li.ðoˈsko.pi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βολιδοσκόπηση

Ουσιαστικό

βολιδοσκόπηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.