βιοφωσφορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιοφωσφορισμός | οι | βιοφωσφορισμοί |
| γενική | του | βιοφωσφορισμού | των | βιοφωσφορισμών |
| αιτιατική | τον | βιοφωσφορισμό | τους | βιοφωσφορισμούς |
| κλητική | βιοφωσφορισμέ | βιοφωσφορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοφωσφορισμός < βιο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bioluminescence)
Ουσιαστικό
βιοφωσφορισμός αρσενικό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βιοφωσφορισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.