βιορυθμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιορυθμικός | η | βιορυθμική | το | βιορυθμικό |
| γενική | του | βιορυθμικού | της | βιορυθμικής | του | βιορυθμικού |
| αιτιατική | τον | βιορυθμικό | τη | βιορυθμική | το | βιορυθμικό |
| κλητική | βιορυθμικέ | βιορυθμική | βιορυθμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιορυθμικοί | οι | βιορυθμικές | τα | βιορυθμικά |
| γενική | των | βιορυθμικών | των | βιορυθμικών | των | βιορυθμικών |
| αιτιατική | τους | βιορυθμικούς | τις | βιορυθμικές | τα | βιορυθμικά |
| κλητική | βιορυθμικοί | βιορυθμικές | βιορυθμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιορυθμικός < βιορυθμ(ός) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.o.ɾi.θmiˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.