βιοαποικοδομήσιμου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βιοαποικοδομήσιμου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του βιοαποικοδομήσιμος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του βιοαποικοδομήσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.