βαυκαλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαυκαλώ < (ηχομιμητική λέξη) (από το βαυ βαυ που έλεγαν οι παραμάνες για να νανουρίσουν τα μωρά)

Ρήμα

βαυκαλώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.