βαττολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βαττολόγος | οι | βαττολόγοι |
| γενική | του/της | βαττολόγου | των | βαττολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | βαττολόγο | τους/τις | βαττολόγους |
| κλητική | βαττολόγε | βαττολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαττολόγος < (ελληνιστική κοινή) βαττολόγος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βαττολόγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.