βασιλοκτονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιλοκτονία οι βασιλοκτονίες
      γενική της βασιλοκτονίας των βασιλοκτονιών
    αιτιατική τη βασιλοκτονία τις βασιλοκτονίες
     κλητική βασιλοκτονία βασιλοκτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιλοκτονία < βασιλο- (< βασιλεύς) + -κτόνος (< κτείνω: «σκοτώνω»)

Ουσιαστικό

βασιλοκτονία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.