βαρόμετρον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαρόμετρον: μαρτυρείται από το 1799 [1] ή από το 1856 [2]  και δείτε τη λέξη βαρόμετρο

Ουσιαστικό

βαρόμετρον ουδέτερο

Αναφορές

  1. «βαρόμετρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σελ. 204, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.