βαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαράκι τα βαράκια
      γενική
    αιτιατική το βαράκι τα βαράκια
     κλητική βαράκι βαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναίκα που κάνει ασκήσεις με βαράκια

Ετυμολογία 1

βαράκι < υποκοριστικό του βάρος

Ουσιαστικό

βαράκι ουδέτερο

  1. αντικείμενο με λαβή και βαρη στις δύο του άκρες, για τη γύμναση των χεριών

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

βαράκι < αραβική ورق (warak)

Ουσιαστικό

βαράκι ουδέτερο

  1. φύλλο χρυσού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.