βαμβούσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαμβούσα | οι | βαμβούσες |
| γενική | της | βαμβούσας | — | |
| αιτιατική | τη | βαμβούσα | τις | βαμβούσες |
| κλητική | βαμβούσα | βαμβούσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαμβούσα < γερμανική Bambus < πορτογαλική bambu < μαλαϊκή bambu < κανάντα ಬಂಬು
Μεταφράσεις
βαμβούσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.