βαμβακοφυτεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαμβακοφυτεία | οι | βαμβακοφυτείες |
| γενική | της | βαμβακοφυτείας | των | βαμβακοφυτειών |
| αιτιατική | τη | βαμβακοφυτεία | τις | βαμβακοφυτείες |
| κλητική | βαμβακοφυτεία | βαμβακοφυτείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βαμβακοφυτεία στην Αριζόνα.
Ετυμολογία
- βαμβακοφυτεία < βαμβακο- + φυτεία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plantage de coton ή από την αγγλική cotton plantation [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.fiˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐φυ‐τεί‐α
Συγγενικά
- βαμβακοκαλλιέργεια
- βαμβακοχώραφο
- → δείτε τις λέξεις βαμβάκι και φυτό
Μεταφράσεις
βαμβακοφυτεία
|
|
Αναφορές
- βαμβακοφυτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.