βαμβακοπαραγωγό

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.pa.ɾa.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμβακοπαραγωγό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βαμβακοπαραγωγό αρσενικό ή θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαμβακοπαραγωγό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του βαμβακοπαραγωγός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (βαμβακοπαραγωγό) του βαμβακοπαραγωγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.