βαμβακομάλλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαμβακομάλλινος | η | βαμβακομάλλινη | το | βαμβακομάλλινο |
| γενική | του | βαμβακομάλλινου | της | βαμβακομάλλινης | του | βαμβακομάλλινου |
| αιτιατική | τον | βαμβακομάλλινο | τη | βαμβακομάλλινη | το | βαμβακομάλλινο |
| κλητική | βαμβακομάλλινε | βαμβακομάλλινη | βαμβακομάλλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαμβακομάλλινοι | οι | βαμβακομάλλινες | τα | βαμβακομάλλινα |
| γενική | των | βαμβακομάλλινων | των | βαμβακομάλλινων | των | βαμβακομάλλινων |
| αιτιατική | τους | βαμβακομάλλινους | τις | βαμβακομάλλινες | τα | βαμβακομάλλινα |
| κλητική | βαμβακομάλλινοι | βαμβακομάλλινες | βαμβακομάλλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαμβακομάλλινος < βαμβακο- + μάλλινος
Επίθετο
βαμβακομάλλινος, -η, ο
Μεταφράσεις
βαμβακομάλλινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.