βαμβακοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαμβακοκαλλιέργεια | οι | βαμβακοκαλλιέργειες |
| γενική | της | βαμβακοκαλλιέργειας | των | βαμβακοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | τη | βαμβακοκαλλιέργεια | τις | βαμβακοκαλλιέργειες |
| κλητική | βαμβακοκαλλιέργεια | βαμβακοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαμβακοκαλλιέργεια < βαμβακο- + καλλιέργεια
- μπαμπακοκαλλιέργεια (σπάνιο)
Συγγενικά
- βαμβακοφυτεία
- βαμβακοχώραφο
- → δείτε τις λέξεις βαμβάκι και καλλιέργεια
Μεταφράσεις
βαμβακοκαλλιέργεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.