βαλλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαλλισμός | οι | βαλλισμοί |
| γενική | του | βαλλισμού | των | βαλλισμών |
| αιτιατική | τον | βαλλισμό | τους | βαλλισμούς |
| κλητική | βαλλισμέ | βαλλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαλλισμός < αγγλική ballism < αρχαία ελληνική βαλλισμός
Ουσιαστικό
βαλλισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) χορευτική κίνηση, χοροπήδημα, σκίρτημα
- (ιατρική) σύνδρομο εξαιτίας του οποίου γίνονται σπασμωδικές και απρόοπτες κινήσεις
- βάλλισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βαλλισμός | οἱ | βαλλισμοί |
| γενική | τοῦ | βαλλισμοῦ | τῶν | βαλλισμῶν |
| δοτική | τῷ | βαλλισμῷ | τοῖς | βαλλισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | βαλλισμόν | τοὺς | βαλλισμούς |
| κλητική ὦ! | βαλλισμέ | βαλλισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαλλισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαλλισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαλλισμός < βαλλίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.