βαλλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαλλισμός οι βαλλισμοί
      γενική του βαλλισμού των βαλλισμών
    αιτιατική τον βαλλισμό τους βαλλισμούς
     κλητική βαλλισμέ βαλλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλλισμός < αγγλική ballism < αρχαία ελληνική βαλλισμός

Ουσιαστικό

βαλλισμός αρσενικό

  1. (παρωχημένο) χορευτική κίνηση, χοροπήδημα, σκίρτημα
  2. (ιατρική) σύνδρομο εξαιτίας του οποίου γίνονται σπασμωδικές και απρόοπτες κινήσεις

  • βάλλισμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαλλισμός οἱ βαλλισμοί
      γενική τοῦ βαλλισμοῦ τῶν βαλλισμῶν
      δοτική τῷ βαλλισμ τοῖς βαλλισμοῖς
    αιτιατική τὸν βαλλισμόν τοὺς βαλλισμούς
     κλητική ! βαλλισμέ βαλλισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαλλισμώ
γεν-δοτ τοῖν  βαλλισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλλισμός < βαλλίζω

Ουσιαστικό

βαλλισμός αρσενικό

  1. χορευτική κίνηση
  2. χοροπήδημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.