βαθμός Κελσίου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαθμός Κελσίου: {→ δείτε τη λέξη βαθμός & τον σουηδό Άντερς Celsius
Πολυλεκτικός όρος
βαθμός Κελσίου αρσενικό
- (φυσική) μονάδα μέτρησης θερμοκρασίας της ομώνυμης κλίμακας, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων, με διεθνές σύμβολο °C
Μεταφράσεις
βαθμός Κελσίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.