βαθμός Κέλβιν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαθμός Κέλβιν < βραχυλογία αντί του «βαθμός της κλίμακας Κέλβιν» (Ουίλιαμ Τόμσον, βαρόνος Κέλβιν)
Πολυλεκτικός όρος
βαθμός Κέλβιν αρσενικό
- (φυσική) μονάδα μέτρησης θερμοκρασίας της ομώνυμης κλίμακας, με διεθνές σύμβολο °K
Μεταφράσεις
βαθμός Κέλβιν
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.