βαβουκλί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαβουκλί τα βαβουκλιά
      γενική του βαβουκλιού των βαβουκλιών
    αιτιατική το βαβουκλί τα βαβουκλιά
     κλητική βαβουκλί βαβουκλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαβουκλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική pamuklu (βαμβακερός) < pamuk (βαμβάκι) < οθωμανική τουρκική پاموق (pamuk) < περσική پنبه (pæmˈbæ: βαμβάκι) < μέση περσική pmbk' (pambag: βαμβάκι)

Ουσιαστικό

βαβουκλί ουδέτερο

  • μπαμπακλί
  • μπαμπουκλί
  • παμπουκλί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.