αὐτοπήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
αὐτοπήμων
- που προκάλεσε μόνος του την τύχη του, το κακό που τον βρήκε, τη δυστυχία του
- που θρηνεί μόνος του για τη μεγάλη ατυχία του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.