αὐτοετής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
αὐτοετής,ής,ές
- του ιδίου έτους, της ίδιας χρονιάς
- το ίδιο έτος, την ίδια χρονιά
Συγγενικά
- αὐτοετές : επίρρημα, το φέτος για το παρόν ή μέσα στην ίδια χρονιά για παρελθόν ή μέλλον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.