αὐτεπιτάκτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτεπιτάκτης < αὐτός + ἐπιτάσσω

Ουσιαστικό

αὐτεπιτάκτης αρσενικό

  1. ο αυταρχικός, ο απόλυτος άρχοντας
  2. αυτός που έχει την εξουσία να διατάζει και να διοικεί απολυταρχικά


Συγγενικά

  • η αὐτεπιτακτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.