αἰσχύνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μέση-παθητική φωνή του αἰσχύνω

Ρήμα

αἰσχύνομαι

  1. ατιμάζομαι
  2. ντρέπομαι, νιώθω ντροπή για ένα πράγμα ή για κάτι που έκανα ή να κάνω κάτι
    "οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾶς" (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 856-847
  3. ντρέπομαι κάποιον, επειδή τον σέβομαι
"Αἰσχυνθέντες οὖν τάς τε τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδας καὶ Δία τὸν Ὀλύμπιον" (Θουκυδ. Γ΄ 14.1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.