αχρειολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αχρειολογώ < αχρειολόγος + -ώ
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αισχρολογώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αχρειολογώ | αχρειολογούσα | θα αχρειολογώ | να αχρειολογώ | αχρειολογώντας | |
| β' ενικ. | αχρειολογείς | αχρειολογούσες | θα αχρειολογείς | να αχρειολογείς | (αχρειολόγει) | |
| γ' ενικ. | αχρειολογεί | αχρειολογούσε | θα αχρειολογεί | να αχρειολογεί | ||
| α' πληθ. | αχρειολογούμε | αχρειολογούσαμε | θα αχρειολογούμε | να αχρειολογούμε | ||
| β' πληθ. | αχρειολογείτε | αχρειολογούσατε | θα αχρειολογείτε | να αχρειολογείτε | αχρειολογείτε | |
| γ' πληθ. | αχρειολογούν(ε) | αχρειολογούσαν(ε) | θα αχρειολογούν(ε) | να αχρειολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αχρειολόγησα | θα αχρειολογήσω | να αχρειολογήσω | αχρειολογήσει | ||
| β' ενικ. | αχρειολόγησες | θα αχρειολογήσεις | να αχρειολογήσεις | αχρειολόγησε | ||
| γ' ενικ. | αχρειολόγησε | θα αχρειολογήσει | να αχρειολογήσει | |||
| α' πληθ. | αχρειολογήσαμε | θα αχρειολογήσουμε | να αχρειολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | αχρειολογήσατε | θα αχρειολογήσετε | να αχρειολογήσετε | αχρειολογήστε | ||
| γ' πληθ. | αχρειολόγησαν αχρειολογήσαν(ε) |
θα αχρειολογήσουν(ε) | να αχρειολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αχρειολογήσει | είχα αχρειολογήσει | θα έχω αχρειολογήσει | να έχω αχρειολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αχρειολογήσει | είχες αχρειολογήσει | θα έχεις αχρειολογήσει | να έχεις αχρειολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αχρειολογήσει | είχε αχρειολογήσει | θα έχει αχρειολογήσει | να έχει αχρειολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αχρειολογήσει | είχαμε αχρειολογήσει | θα έχουμε αχρειολογήσει | να έχουμε αχρειολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αχρειολογήσει | είχατε αχρειολογήσει | θα έχετε αχρειολογήσει | να έχετε αχρειολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αχρειολογήσει | είχαν αχρειολογήσει | θα έχουν αχρειολογήσει | να έχουν αχρειολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
αχρειολογώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.