αχρειολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχρειολογία οι αχρειολογίες
      γενική της αχρειολογίας των αχρειολογιών
    αιτιατική την αχρειολογία τις αχρειολογίες
     κλητική αχρειολογία αχρειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχρειολογία < αχρειολόγος + -ία

Ουσιαστικό

αχρειολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.