αχονδροπλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχονδροπλασία οι αχονδροπλασίες
      γενική της αχονδροπλασίας των αχονδροπλασιών
    αιτιατική την αχονδροπλασία τις αχονδροπλασίες
     κλητική αχονδροπλασία αχονδροπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχονδροπλασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αχονδροπλασία θηλυκό

  • (ιατρική), (βιολογία): ανώμαλη ανάπτυξη χόνδρων, συνηθέστερη μορφή της οποίας είναι ο ανθρώπινος νανισμός.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.